σκιοπτικός

σκιοπτικός
-ή, -ό, Ν
ζωολ. φρ. «σκιοπτική αντίδραση»
βιολ. αντίδραση συστολής την οποία εκδηλώνουν ορισμένα ασπόνδυλα όταν μια σκιά πέφτει επάνω τους, όπως είναι λ.χ. η συστολή τών πλοκάμων ενός μαλακίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”